- οχλοαρεσκης
- ὀχλοαρέσκηςὀχλο-ᾰρέσκης-ου adj. m ищущий благоволения у толпы, угождающий черни Timon ap. Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οχλοάρεσκης — ὀχλοάρεσκης, ὁ (Α) οχλοάρεσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλοάρεσκος κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek